- σύχλιος
- ια, ιο тепловатый, чуть тёплый (о воде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύχλιος — α, ο, Ν χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλιός «χλιαρός»] … Dictionary of Greek
σύχλιος, -ια, -ιο — λίγο χλιαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συχλιάζω — και συχλιαίνω Ν [σύχλιος] θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει χλιαρό … Dictionary of Greek